- λαιμόρρυτος
- λαιμόρρυτος, -ον (Α)αυτός που ρέει από τον λαιμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + -ρρυτος (< ρέω), πρβλ. αιμό-ρρυτος, μελί-ρρυτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… … Dictionary of Greek